- πολύνοστος
- -ον, Α(για τρόφιμα ή για σιτηρά) θρεπτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + νόστος «νοστιμιά» (πρβλ. εύ-νοστος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυνοστότερα — πολύνοστος making much return neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύνοστα — πολύνοστος making much return neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόστος — ο (Α νόστος) επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, παλινόστηση («Ὀδυσσεὺς ὤλεσε τηλοῡ νόστον Ἀχαιΐδος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (γενικά) επάνοδος 2. ταξίδι, πλους 3. (για σιτάρι) σοδειά, συγκομιδή 4. (για φαγητό) νοστιμιά 5. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νόστοι… … Dictionary of Greek